- τῦφοι
- τῦφοςfrigidae febresmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τύφοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «σφῆνες». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τύφοι (< *θύφοι, με ανομοίωση τών δασέων) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *dhubh και συνδέεται με τα: μέσο γερμ. dovel, γερμ. Dobel, αγγλ. dowel «στέλεχος, σφήνα»] … Dictionary of Greek
τύφοι — τύ̱φοῑ , τύφω raise a smoke pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύφος — ο / τῡφος, ΝΜΑ, και αττ. τ. τυφός Α νεοελλ. 1. ιατρ. ονομασία διαφόρων λοιμωδών παθήσεων, όπως είναι ο εξανθηματικός τύφος, οι υπόστροφοι πυρετοί ή υπόστροφοι τύφοι, ο κοιλιακός τύφος ή τυφοειδής πυρετός κ.ά. 2. (κτην.) κοινή ονομασία διαφόρων… … Dictionary of Greek
dheubh-, dhubh- — dheubh , dhubh English meaning: spike, wedge Deutsche Übersetzung: “Pflock, Keil; schlagen”? Note: uncertain, because almost only Gmc. Material: Gk. τύφοι σφῆνες Hes. diminutive M.H.G. tũbel, M.L.G. dövel “clot, chunk, peg,… … Proto-Indo-European etymological dictionary